Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ἰατρὸς καὶ ἰ

См. также в других словарях:

  • ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ιατρός του Λαού — Το πρώτο ελληνικό περιοδικό που εκδόθηκε στην Αίγυπτο. Το περιοδικό ιδρύθηκε το 1860 στο Ναύπλιο από τον γιατρό Διονύσιο Οικονομόπουλο. Η έδρα του μεταφέρθηκε το 1862 στην Αλεξάνδρεια, όπου κυκλοφόρησε ως διμηνιαίο περιοδικό, με πρώτο φύλλο τον… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • γιος — και γυιος και υγιός, ο 1. ο υιός*, το αρσενικό τέκνο 2. παροιμ. α) «κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» τα παιδιά κληρονομούν τα γνωρίσματα τών γονιών τους και ακολουθούν το παράδειγμα τους 6) «γαμπρός υγιός δεν γίνεται και νύφη… …   Dictionary of Greek

  • γιάτρισσα — και γιάτραινα και γιατρίνα, η 1. η ιατρός, η γιατρός 2. σύζυγος γιατρού 3. (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που γιατρεύει και γενικά βοηθάει τους αρρώστους και τους αναξιοπαθείς («τής Παναγίας τής Γιάτρισσας», 8 Σεπτ.) …   Dictionary of Greek

  • γουριάζω — και γουργιάζω και ουργιάζω 1. (για πρόσωπο) θρηνώ, οδύρομαι 2. (για σκύλο) ουρλιάζω 3. (για πουλί) κράζω 4. (για αβγό) κλουβιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ωρύομαι κατά τα σε άζω (πρβλ. κράζω, φωνάζω) με τροπή τού ω σε ου , ανάπτυξη αρχικού γ και… …   Dictionary of Greek

  • γιατροσόφι — και ιατροσόφι, το (Μ ἰατροσόφιον) 1. λαϊκό βιβλίο εμπειρικής ιατρικής που περιέχει κυρίως συλλογή συνταγών εμπειρικών φαρμάκων και άλλη παρόμοια ύλη όπως εξορκισμούς, ερμηνείες ονείρων κ.λπ. 2. συνήθ. στον πληθ. τα γιατροσόφια τρόπος εμπειρικής… …   Dictionary of Greek

  • αστυΐατρος — και αστίατρος, ο γιατρός υπεύθυνος για την τήρηση των όρων υγιεινής σε καταστήματα, εστιατόρια κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ιατρός. Η λ. αστίατρος μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρχή εκδόσεως… …   Dictionary of Greek

  • γιατρεύω — και ιατρεύω (AM ἰατρεύω) [ιατρός] 1. θεραπεύω 2. ανακουφίζω ή παρηγορώ κάποιον 3. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • γυαλίζω — και γιαλίζω 1. κάνω κάτι στιλπνό σαν γυαλί 2. στιλβώνω 3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα 4. είμαι στιλπνός, λάμπω 5. διατηρώ την ομορφιά μου 6. (για καρπούς) ωριμάζω 7. φρ. α) «γυαλίζουν τα μάτια του» είναι τρελός ή μεθυσμένος ή ετοιμοθάνατος β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»